Η ταινία περιγράφει την καθημερινότητα μιας οικογένειας που κατοικεί στη Χώρα της Αμοργού. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Δημήτρης Γιαννακός, γνωστός και σαν Πάρβας. Ο Πάρβας ζει τον τελευταίο χειμώνα της ζωής του μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στα περγαλίδια του και το καφενείο που κρατάει με τη γυναίκα και την κόρη του. Ο Πάρβας είναι από τους τελευταίους που προφτάσαν να γεράσουν με αυτά που πρωτοαγάπησαν. Τα κρατάει μέσα του στέρεα, διαρκή, όπως κι ένας μακρινός του πρόγονος. Η ταινία αποτελεί το καταστάλαγμα μιας σταδιοδρομίας τριών τετάρτων του 20ου αιώνα και συνοψίζει τα κύρια χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή. Το ραφιναρισμένο γούστο και την αίσθηση ενός Αιγαιοπελαγίτη του 7ου π.Χ. αιώνα που επέζησε και έφτασε ώς τις μέρες μας. | |
Γεράσιμος Ρήγας | |
Γεράσιμος Ρήγας | |
Γιώργος Τριανταφύλλου | |
Κώστας Βαρυμποπιώτης | |
Νίκος Κυπουργός | |
Γεράσιμος Ρήγας T. +30 210 7291860 rigasfilms@gmail.com | |
Γεράσιμος Ρήγας | |
Ελλάδα | |
ΣΚΑΪ Τηλεόραση. Με την ενίσχυση του ΕΚΚ | |
35mm Έγχρωμο | |
75' | |
2008 |
Saturday, January 10, 2009
Πάρβας-Δημήτρης Γιαννακός
Parvas
Parvas (78')
In this story I am not going to tell everything. Besides, there isn’t any story, really, just a series of ordinary events,of chance happenings in a family that resides in Chora of Amorgos. I will keep to a certain line, a certain order of events, a certain way in which one event succeeds another during the months that I was filming Dimitri Yiannakos, his wife Flora and their daughters. Dimitri and Flora have three daughters. Dina, that lives in Amorgos with them and her family. Rinio that lives in Naxos with her family and Maria that lives in Piraeus with her husband Dimitri who often comes to Amorgos to help. My own opinions will not intrude upon the line of the story, even though they are at the forefront of the events described.
Direction-Cinematography-Sound-Producer:Gerasimos Rigas
Editing:Yorgos Triantafyllou Music:Nikos Kypourgos
Production:Gerasimos Rigas T. +30 210 7291860 rigasfilms@gmail.com
Co-production: SKAI TV, Greece Betacam SP B&W 78’ Gerasimos Rigas Greece 2008.
Filmography: 2003 A journey to Cyprus 2006 Habits 2008 Parvas
World Sales: Gerasimos Rigas T. +30 210 7291860, rigasfilms@gmail.com
ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
Στην πρεμιέρα θα παραβρεθούν οι συντελεστές της ταινίας: Γεράσιμος Ρήγας, σκηνοθεσία, Γιώργος Τριανταφύλλου μοντάζ, Νίκος Κυπουργός μουσική, Βασίλης Διοσκουρίδης, επιμέλεια τίτλων, Βλαδίμηρος Λεβίδης, artwork καθώς και πολλοί από τους φυσικούς πρωταγωνιστές της.
Ένα τραγούδι για την Αμοργό, από τους Κορίνα Παπαδόδημα βιολί και Σταμάτη Διαμαντόπουλο, τραγούδι και λαούτο θα ακουστεί στην αίθουσα του "Μικρόκοσμος Filmcenter" πριν από την πρεμιέρα της ταινίας....
Η ταινία θα προβάλλεται καθημερινά στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος από τις 22/29 Ιανουαρίου, τηλ. 210 9215305.
Λ. Συγγρού 106, Φιξ (ΜΕΤΡΟ Συγγρού-Φιξ), 210-9215305
Parvas
| ||
Ημερομηνία καταχώρησης: Τρίτη, Ιανουάριος 13 @ 07:45:12 MST - Συντάκτης : Jim Papamichos | ||
Σκηνοθεσία-Γεράσιμος Ρήγας
Σκηνοθεσία |
Γεράσιμος Ρήγας |
Φιλμογραφία 2003 Ένα ταξίδι στην Κύπρο 2006 Συνήθειες 2008 Πάρβας, άγονη γραμμή Βιογραφία Γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1989-1993) και στην συνέχεια, αφού ολοκλήρωσε την στρατιωτική του θητεία, φοίτησε στο London School of Economics (1994-1995) Master of Science in Politics of the World Economy. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα (1995-2000) και στη συνέχεια σπούδασε σκηνοθεσία και παραγωγή ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια (2001-2003). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ (2003-2004) εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης του Rob Nilsson (ανεξάρτητος σκηνοθέτης, βραβευμένος σε σημαντικά φεστιβάλ). Έχει σκηνοθετήσει τρία ντοκιμαντέρ. Η ταινία Συνήθειες έχει ως θέμα την καθημερινότητα στην Κρατική Σχολή Χορού και προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου (Τορίνο, Όουκλαντ, Θεσσαλονίκη, κ.ά.). Το 2008 ολοκλήρωσε την ταινία Πάρβας, άγονη γραμμή. |
Ιστορία καρτερικότητας και αισιοδοξίας
Του Παναγιωτη Παναγοπουλου
Μια ιδιαίτερη ταινία συμμετέχει στο φετινό ελληνικό πρόγραμμα του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα «Πάρβας, άγονη γραμμή» είναι μια ιστορία ζωής και θανάτου στην περιφέρεια, η ιστορία του Δημήτρη Γιαννακού, γνωστού ως Πάρβα, ενός ηλικιωμένου άντρα που ζούσε στην Αμοργό μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του, κρατώντας ένα παραδοσιακό καφενείο.
Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή του Πάρβα, της γυναίκας του της Φλώρας και της κόρης τους της Ντίνας, σε τέσσερα μέρη, σε τέσσερις εποχές. Το πρωινό άνοιγμα του καφενείου, οι λιγοστοί πελάτες, ο χρόνος που μοιράζεται ανάμεσα στο καφενείο και το μικρό περιβολάκι.
Στη συνέχεια, η αρρώστια του Πάρβα και ο θάνατός του. Το καφενείο θα αλλάξει χέρια και θα περάσει στην κόρη του τη Ντίνα, που θα συνεχίσει να μένει μόνη στο νησί, αφού η μητέρα της θα πάει να ζήσει με την άλλη της κόρη.
Ενας χρόνος γυρίσματα
Ο Γεράσιμος Ρήγας πέρασε σχεδόν ένα χρόνο στην Αμοργό, κοντά στην οικογένεια του Πάρβα. Γιατί θεωρεί όμως ότι ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή μιας οικογένειας σε ένα νησί έχει ενδιαφέρον; «Αυτό που είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα ήταν ότι η στάση αυτών των ανθρώπων ήταν μια έκπληξη», λέει ο σκηνοθέτης. «Θα έλεγα ότι στις σιωπές τους και στη φτωχική τους πραγματικότητα έχουν μια καρτερικότητα και μια αισιοδοξία που οι νεότερες γενιές δεν φαντάζονται. Ο Πάρβας και η γυναίκα του δεν έχουν καμία σχέση με αυτές τις γενιές που ασχολούνται με τα τουριστικά επαγγέλματα. Η δύναμη που διαθέτουν είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για την καθημερινότητα, τον θάνατο και πώς τα βιώνει κανείς».
Η επαφή με την οικογένεια του Πάρβα έγινε από τις διακοπές που έκανε ο Ρήγας στο νησί. «Είναι άνθρωποι πολύ ανοιχτοί στους ξένους και η καθημερινότητά τους γίνεται κομμάτι της ζωής και των άλλων που έχουν επαφή μαζί τους. Θέλησα να καταγράψω αυτή την καθημερινότητα και έτυχε να συμβούν όσα συνέβησαν. Αυτά τα πρόσωπα θεωρώ ότι έχουν μιαν ιδιαιτερότητα και μια κινηματογραφική χροιά που έχει σχέση με τον βωβό σινεμά. Μιλάνε τα μάτια τους».
Πόσο διατεθειμένοι ήταν όμως να δουν τη ζωή τους να κινηματογραφείται; «Βρήκα τον Πάρβα και τού εξήγησα περίπου τι ήθελα να κάνω. Το κατάλαβε και μου είπε: “κάνε τη δουλειά σου και θα κάνω κι εγώ τη δική μου δουλειά”. Οταν αρρώστησε, είχα κάποια διλήμματα για το πόσο κοντινή θα έπρεπε να είναι η παρουσία της κάμερας. Ισως να ήταν χρήσιμη η ύπαρξη ενός τέτοιου κομματιού σε δραματουργικό επίπεδο. Ομως, αυτή η ταινία δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή. Πρέπει να τη δει κανείς μέσα από τις μικρές της λεπτομέρειες, τις ματιές και τις αναπνοές». Επειτα από την εμπειρία του γυρίσματος, ο σκηνοθετης τι πιστεύει ότι χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί, που για καιρό ζουν σε απομόνωση; «Πάντα είχα μια κατανόηση γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Μετά το γύρισμα της ταινίας, η καρτερικότητα που έχουν, δεν μπορεί παρά να σε συντροφεύει. Εχουν μια διαφορετική φιλοσοφία. Με τα λίγα που διαθέτουν, καταφέρνουν να δημιουργήσουν και όλο αυτό γίνεται σιωπηλά. Δεν πιστεύω ότι χρειάζονται κάτι περισσότερο. Εμείς νομίζουμε ότι χρειάζονται. Οι ίδιοι έχουν περηφάνια και δεν δέχονται τίποτα. Τους χαρακτηρίζει η ελευθερία και ο αξιοπρεπής τρόπος ζωής. Αυτά έχουν και μ’ αυτά προσπαθούν να παλέψουν».
Η παραγωγή
Το «Πάρβας, άγονη γραμμή», είναι συμπαραγωγή Γεράσιμου Ρήγα και του ΣΚΑΪ, με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. «Η επαφή με τον ΣΚΑΪ έγινε μετά το αρχικό μοντάζ και το κανάλι ενίσχυσε οικονομικά την παραγωγή», σημειώνει ο Ρήγας. «Αυτό που ήταν επίσης σημαντικό ήταν το ψυχολογικό κομμάτι. Εκεί, η παρουσία του σταθμού ήταν καταλυτική, καθώς το ενδιαφέρον ενός καναλιού βοηθάει στην ολοκλήρωση της ταινίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εξάλλου, όταν υπάρχει η σχέση με έναν τηλεοπτικό σταθμό, αναλαμβάνεις την ευθύνη να παρουσιάσεις κάτι σε ένα κοινό και προσπαθείς για το καλύτερο. Ο «Πάρβας» θα προβληθεί από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ, αφού περάσει από τις κινηματογραφικές αίθουσες. «Πάντα ελπίζει κανείς να φτάσει η ταινία του στο κοινό, ώστε να δημιουργηθεί μια ζύμωση», λέει ο Γεράσιμος Ρήγας. «Το κοινό ενδιαφέρεται και γι’ αυτές τις ταινίες, παρότι υπάρχει μια διαφορετική εντύπωση. Δεν μπορώ όμως να πιστέψω ότι ο κόσμος θέλει μόνο να βλέπει κωμωδίες με νέους ηθοποιούς».
Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και ταξίδεψε και στον χώρο των γυρισμάτων της τον περασμένο Ιούλιο με μια προβολή στη μικρή αίθουσα της κινηματογραφικής λέσχης της Αμοργού. Παρούσα σε αυτή την ιδιαίτερη προβολή ήταν και η Αναστασία Χρυσούλη, ένας από τους ανθρώπους, που έχει αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με το νησί, όπως και με τον Πάρβα, πηγαίνοντας επί χρόνια για διακοπές, όπως και ο Ρήγας. «Ηταν ένα κάλεσμα για τον ύστατο αποχαιρετισμό στο πρόσωπο του Πάρβα. Το βούρκωμα κρατάει γερά το δάκρυ του βλέμματος και προχωράει στο βουβό εσωτερικό δάκρυ της ψυχής».
Τη μουσική τoυ «Πάρβα» έχει γράψει ο Νίκος Κηπουργός. Οπως σημειώνει ο συνθέτης, «αυτό που πάντα αναζητεί η μουσική σε μια ταινία είναι, με κάποιον τρόπο να προσπαθήσει να βρει μια υπόγεια διάσταση. Η ταινία έχει μια ψυχή που με κινητοποίησε. Εχει έναν χαρακτήρα και διαδραματίζεται σε έναν χώρο που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη τη μουσική. Γι’ αυτό έγινε μια επιλογή οργάνων, όπως η λύρα, που χωρίς να παραπέμπει άμεσα, είναι μια μακρινή αναφορά στην παραδοσιακή μουσική».
Friday, January 9, 2009
με ό,τι πρωτοαγάπησαν
Στην Αμοργό «γέρασαν με ό,τι πρωτοαγάπησαν»
Παύλος Θ. Κάγιος
Συνέντευξη τύπου
για την αγάπη και το θάνατο
Της Μαριας Κατσουνακη
Οι διαδρομές τους είναι εντελώς διαφορετικές: ο ένας 30χρονος, με σπουδές στο οικονομικό της Νομικής, διεθνείς σχέσεις στην Αγγλία και στα πρώτα χρόνια υπάλληλος στον τραπεζικό τομέα, πριν αποφασίσει να τα εγκαταλείψει όλα για να ασχοληθεί με το σινεμά, φοιτώντας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Ο άλλος αποφοίτησε από την Ανωτάτη Ακαδημία Τηλεόρασης και Κινηματογράφου του Μονάχου (αρχές του ’70), υπήρξε βασικό στέλεχος του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» υπογράφοντας πολλά θεωρητικά κείμενα και έχει σεβαστή προϋπηρεσία με μεγάλου μήκους ταινίες. Ζει στο Βερολίνο. Ο Γεράσιμος Ρήγας και ο Νίκος Λυγγούρης δεν γνωρίζονται και ανήκουν σε διαφορετικές γενιές. Σήμερα, τα δύο ντοκιμαντέρ τους συναντώνται στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο επίσημο πρόγραμμα. «Πάρβας, άγονη γραμμή» του Γ. Ρήγα (Σταύρος Τορνές, 7.30 μ.μ και Κυριακή 16/3 στην ίδια αίθουσα στις 5 μ.μ) και «Οι εραστές της Αξού» του Ν. Λυγγούρη (Παύλος Ζάννας, 6 μ.μ και αύριο στο Ολύμπιον στις 3 μ.μ.).
Στην πρώτη ιστορία δεν υπάρχει αφηγητής. Η ζωή πλέκει μόνη της τη δραματουργία και ο Γ. Ρήγας ζώντας ένα χρόνο στην Αμοργό την παρακολουθεί. Το καφενείο του Δημήτρη Πάρβα ανοίγει κάθε μέρα στις 5.45. Ελάχιστοι πελάτες. Γαμπροί και κόρες πηγαινοέρχονται από τα γύρω νησιά. Ο Πάρβας κατεβαίνει στα περγαλίδια (περιβόλια) καθημερινά, αγωνιά για τις καλλιέργειές του, ανασαίνει στους ρυθμούς της φύσης. Ο σκηνοθέτης στέκει αθόρυβα και όμως δραστικά. Οι Κυκλαδίτες λιγομίλητοι, ο Γ. Ρήγας «βλέπει» κινήσεις, εκφράσεις, μικροσυμβάντα, τον καφέ να φουσκώνει, το τσίπουρο να σερβίρεται, το τηλέφωνο να χτυπά. Η ασθένεια έρχεται απρόβλεπτα και ο Δ. Πάρβας, τρίτη μέρα του Πάσχα, θα πέσει αδύναμος στο κρεβάτι για να μην ξανασηκωθεί. Λιτή, στακάτη κινηματογράφιση, αλληλουχία εικόνων και ήχων, συνθέτουν αυτό το υποβλητικό ημερολόγιο του τυχαίου, μιας καθημερινότητας που μοιάζει απρόσβλητη, ώς τη στιγμή που το αναπόφευκτο διασχίζει το κατώφλι.
«Οι εραστές της Αξού» είναι ένας μυθιστορηματικός μέσα στην απλότητά του έρωτας, δύο παππούδων, πλέον, του Γιώργου και της Μαρίας, σε ένα κρητικό χωριό κοντά στα Ανώγεια. Ενας έρωτας ήρεμος, γαλήνιος, καρτερικός, που σκιάζεται από την απειλή του θανάτου. Ο Γιώργος μπορεί να φύγει από τη ζωή οποιαδήποτε στιγμή. Κοιτάει τη Μαρία, που δουλεύει στον αργαλειό, στα μάτια, τη θεωρεί ό,τι πιο όμορφο υπάρχει. «Αγαπηθήκαμε στα περιβόλια με ένα τρόπο παιδικό», λέει στο φακό. Και όταν ο Ν. Λυγγούρης τον ρωτά τι νιώθει όταν την κοιτάζει, αν τη βρίσκει πάντα ωραία, εκείνος απαντά: «Ιδια όπως όταν τη γνώρισα την πρώτη μέρα στο περιβόλι με ένα κόκκινο φορεματάκι. Η αγάπη δεν έφυγε, δεν φεύγει». Επισκέψεις στο γιατρό, φόβοι, αγωνίες, ένας έρωτας ρομαντικός και, ταυτόχρονα, αξιοζήλευτα πραγματικός. «Στα μάτια μου η ζωή αυτού του ζευγαριού ήταν σαν να έχει ξεφύγει από το χρόνο και τις δυναστεύσεις», λέει ο Ν. Λυγγούρης. Το ντοκιμαντέρ του διαθέτει την ευαισθησία του ασκημένου παρατηρητή και τον κυματισμό του έμπειρου κινηματογραφιστή.
Thursday, January 8, 2009
49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Σκηνή από το ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα «Πάρβας, άγονη γραμμή». Πορτρέτο μιας οικογένειας που φροντίζει το μοναδικό καφενείο της Χώρας της Αμοργού και, κυρίως, του Δημήτρη Γιαννακού, που δεν υπάρχει πια |
Στα ενδιαφέροντα ελληνικά ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ και η ταινία «Πάρβας, άγονη γραμμή» του Γεράσιμου Ρήγα. Είναι μια καταγραφή με κάθε μικρή λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής μιας οικογένειας, που ζει στη Χώρα της Αμοργού, φροντίζοντας το μοναδικό καφενείο της πόλης. Το ντοκιμαντέρ μάς γνωρίζει με τον καλύτερο τρόπο τα διάφορα πρόσωπα, ιδιαίτερα τον πατέρα της οικογένειας, Δημήτρη Γιαννακό, γνωστό ως Πάρβα, καταγράφοντας τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, ζωής δεμένης με την παράδοση αιώνων. *
49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Έχοντας δει όλες τις ελληνικές ταινίες, οι οποίες έχουν προβληθεί στο Φεστιβάλ, μπορούμε να πούμε ότι το ντοκιμαντέρ, σαν κινηματογραφικό είδος, πήρε την “εκδίκησή” του. Ταινίες όπως “Ψυχραιμία”, του Νίκου Περάκη, που περιγράφουν μια νοσηρή κατάσταση, αλλά με ένα τρόπο εντελώς επιδερμικό, εδώ τα περίφημα Ζωνιανά, είναι μία από τις καλύτερες περιπτώσεις. Δυστυχώς, το “Μικρό έγκλημα”, του Χρίστου Γεωργίου, έχει φόντο τη Σαντορίνη και περιγράφει καταστάσεις κωμικοτραγικές. Αυτό όμως που καταφέρνει είναι να γελοιοποιεί είτε τον περιθωριακό τύπο, ο οποίος φαντασιώνεται ότι είναι ο Μαραντόνα, είτε τον μπάτσο, ο οποίος προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του και ζει μέσα σε ένα αδιάφορο κοινωνικό περιβάλλον, και να κριτικάρει, δίνοντάς του μια θέση ισχύος, τον προϊστάμενο της αστυνομίας, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. Έτσι η ταινία μπορεί να ιδωθεί μόνο σα μια ενδιαφέρουσα μπουρλέσκ κωμωδία, αλλά μέχρι εκεί.
Θα μείνουμε όμως σε δύο ντοκιμαντέρ που μας δίνουν την ευκαιρία να θίξουμε κάποια πράγματα που αναφέρονται στη θεωρία του κινηματογράφου, ειδικά στο χώρο του ντοκιμαντέρ, όπου αυτό νοείται σαν ένα κινηματογραφικό είδος.
Το πρώτο από αυτά είναι η ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, “Τη νύχτα που ο Πεσσόα συνάντησε τον Καβάφη”. Εδώ έχουμε πολλές ιστορικές ανακρίβειες. Ο Πεσσόα δε συνάντησε ποτέ τον Καβάφη. Πιθανόν ο λογιστής που πήγε στην Αμερική για να δουλέψει και γύρισε πίσω στην Αρκαδία, για να μείνει μόνιμα, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, δεν ενδιαφέρεται να γίνει συγγραφέας. Όμως αυτός είναι το μόνο υπαρκτό πρόσωπο και το ενδιαφέρον του για τον Πεσσόα και τον Καβάφη είναι επίσης ένας γεγονός: αυτός είναι ο αφηγηματικός πυρήνας του ντοκιμαντέρ. Γύρω από αυτόν δομείται μια αφήγηση, η οποία είναι αυθαίρετη, όσο αυθαίρετη είναι η κάθε μυθοπλασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ταινία μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου και ριζώνει εκεί. Παίρνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλής κινηματογραφικής ταινίας, είναι κινηματογράφος. Συναντά τον κινηματογράφο του Ρους, του Μαρκέρ, του Φλάερτι και του Ίβενς, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από αυτούς που έδωσαν μια νέα πνοή στο ντοκιμαντέρ, το ενέταξαν στον κινηματογράφο, του έδωσαν τη δραματοποίηση, κάνοντας το ένα όμορφο και γλαφυρό είδος αφήγησης. Και η ταινία του Χαραλαμπόπουλου είναι σαν αυτές: όμορφη, γοητευτική, άριστα δομημένη στην κινηματογραφική αφήγησή της. Της ευχόμαστε ένα καλό ταξίδι στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Το δεύτερο ντοκιμαντέρ υπηρετεί ένα πολύ δύσκολο είδος στον κινηματογράφο. Μιλάμε για το cinema verite ή kino ravda, όπως συνηθίζεται να λέγεται, όπως το έχουμε δει στις περισσότερες ταινίες του Τζίγκα Βερτόφ, ειδικά στον “Άνθρωπο με τη μηχανή”. Η προέκταση αυτού του κινηματογράφου είναι το direct cinema, όπως έχει ξεκινήσει με το Λικόκ. Εδώ ο Γεράσιμος Ρήγας, στην ταινία “Πάρβας, άγονη γραμμή”, κάνει καλύτερο κινηματογράφο από το Φρέντερικ Γουάιζμαν, πλησιάζοντας του αδελφούς Μέιζλες, οι οποίοι έκαναν direct cinema, κινηματογραφώντας τις συναυλίες γνωστών μουσικών συγκροτημάτων. Εδώ έχουμε τον Πάρβα. Είναι καφετζής και ζει στην Αμοργό. Η κάμερα παρακολουθεί τη ζωή του, όπως και αυτή των φίλων του. Ο σκηνοθέτης δεν επεμβαίνει κάνοντας ερωτήσεις (τουλάχιστον αυτό φάνηκε στην ταινία, δεν ξέρουμε τι έγινε σε επίπεδο προετοιμασίας παραγωγής). Όλοι συζητούν μεταξύ τους και ξεδιπλώνουν σε εμάς την πραγματικότητα. Οι μεσότιτλοι μας φέρνουν στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, απαιτώντας από εμάς τη σιωπή μας και το σεβασμό μας στο υποκείμενο της έρευνας του σκηνοθέτη. Ο Πάρβας πεθαίνει και από τότε ξεκινά μια άλλη αφήγηση, πάντα στο ίδιο στιλ, που, αυτή τη φορά, μας βάζει μέσα στην περιγραφή της αμοργιανής καθαρά κοινωνίας. Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός κατοίκου της Αμοργού, αλλά με την ίδια την Αμοργό. Η συγκίνηση έρχεται κατά κύματα, ο σκηνοθέτης δεν την εκβιάζει, είναι το αποτέλεσμα μιας πολύ καλής αφήγησης.
Γιάννης Φραγκούλης
Gerasimos Rigas: Habits
Gerasimos Rigas: Habits
The documentary follows the students of the Athens State School of Dance, the choreographers, the dance teachers, as well as management personnel in their laborious effort to create dancers. The director said that at the basis of his film - which is his first – is the absence of narration and interviews and the simple recording of the action: “The film’s technique is that of cinema verite” he declared and added: “I believe that simple recording has a timeless value”. It is after all an effort to excite the viewer’s imagination by presenting images of the hard work of the young people studying at the School, in other words an effort to give birth to human stories.
According to him, the title “Habits” refers to a phrase used by a teacher at the School – she urged the young people, the hopeful dancers, to not develop habits – but also to the whole process of painful exercises: “These exercises, tough, difficult, repetitive, had the purpose of getting the students to cast off the old habits of their bodies, so that the body would become neutral, the permitting them to express themselves through dance”, he said. Finally, speaking of what he got out of the making of his film, the director stressed that what was interesting was the entire process of creating the film as well as his own effort to get rid of some of his habits, to transform himself into an invisible and non involved observer.
Γεράσιμος Ρήγας: Συνήθειες
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τους μαθητές της Κρατικής Σχολής Χορού της Αθήνας, τους χορογράφους, τους δασκάλους μπαλέτου αλλά και το διοικητικό προσωπικό κατά την κοπιώδη προσπάθειά τους να δημιουργήσουν χορευτές. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξήγησε ότι στη βάση της ταινίας του – που είναι και η πρώτη του – βρίσκεται η απουσία αφήγησης και συνεντεύξεων και η απλή καταγραφή των τεκταινόμενων: «Η τεχνική της ταινίας είναι αυτή του σινεμά verité», δήλωσε ο ίδιος και πρόσθεσε: «Πιστεύω ότι η απλή καταγραφή έχει μια διαχρονική αξία».
Πρόκειται, εξάλλου, για μια προσπάθεια να ερεθίσει τη φαντασία του θεατή παρουσιάζοντας τις εικόνες απ’ την σκληρή προσπάθεια των παιδιών που μαθητεύουν στη σχολή, μια προσπάθεια, με άλλα λόγια, να γεννηθούν ανθρώπινες ιστορίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο τίτλος «Συνήθειες» αναφέρεται σε φράση που ανήκει σε δασκάλα της Σχολής – παρότρυνε τα παιδιά, τους επίδοξους χορευτές, να μην έχουν συνήθειες – αλλά και στην όλη διαδικασία των επίπονων ασκήσεων: «Οι ασκήσεις αυτές, σκληρές, δύσκολες, επαναλαμβανόμενες, είχαν ως στόχο ν’ αποβάλουν οι μαθητές παλιές συνήθειες του σώματός τους, ώστε αυτό ν’ αποκτήσει μια ουδετερότητα, η οποία θα τους επιτρέψει να εκφραστούν μέσα απ’ το χορό», είπε ο ίδιος. Τέλος, μιλώντας για το τι αποκόμισε απ’ την κινηματογράφηση της ταινίας του, ο σκηνοθέτης τόνισε ότι το ενδιαφέρον ήταν η όλη διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας καθώς και η δική του προσπάθειά του ν’ αποβάλει κι αυτός κάποιες συνήθειες, να μετατραπεί σε αόρατο και μη εμπλεκόμενο παρατηρητή.
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
| ||||||||||||
Μέσα από την ταινία ανακαλύψαμε εμπειρίες και μνήμες των Ελλήνων και των Τουρκοκύπριων που ζουν κάτω από την πίεση της διχοτόμησης. Άνθρωποι και από τις δύο κοινότητες - πρόσφυγες, κρατούμενοι πολέμου, ανθρακωρύχοι και τεχνίτες - θυμούνται πώς βίωσαν τα γεγονότα. Η ταινία εστιάζει στην ´Αντρεα και τη Σεβιλέι. Οι δύο γυναίκες είναι μέλη μιας ομάδας νέων ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται μία φορά το μήνα στην «πράσινη γραμμή», για να μάθουν ο ένας για τον άλλο και να βρουν τρόπους για την αποκατάσταση της ειρήνης και την επανένωση του νησιού. |