Thursday, January 8, 2009

49o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

Έχοντας δει όλες τις ελληνικές ταινίες, οι οποίες έχουν προβληθεί στο Φεστιβάλ, μπορούμε να πούμε ότι το ντοκιμαντέρ, σαν κινηματογραφικό είδος, πήρε την “εκδίκησή” του. Ταινίες όπως “Ψυχραιμία”, του Νίκου Περάκη, που περιγράφουν μια νοσηρή κατάσταση, αλλά με ένα τρόπο εντελώς επιδερμικό, εδώ τα περίφημα Ζωνιανά, είναι μία από τις καλύτερες περιπτώσεις. Δυστυχώς, το “Μικρό έγκλημα”, του Χρίστου Γεωργίου, έχει φόντο τη Σαντορίνη και περιγράφει καταστάσεις κωμικοτραγικές. Αυτό όμως που καταφέρνει είναι να γελοιοποιεί είτε τον περιθωριακό τύπο, ο οποίος φαντασιώνεται ότι είναι ο Μαραντόνα, είτε τον μπάτσο, ο οποίος προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του και ζει μέσα σε ένα αδιάφορο κοινωνικό περιβάλλον, και να κριτικάρει, δίνοντάς του μια θέση ισχύος, τον προϊστάμενο της αστυνομίας, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. Έτσι η ταινία μπορεί να ιδωθεί μόνο σα μια ενδιαφέρουσα μπουρλέσκ κωμωδία, αλλά μέχρι εκεί.

Θα μείνουμε όμως σε δύο ντοκιμαντέρ που μας δίνουν την ευκαιρία να θίξουμε κάποια πράγματα που αναφέρονται στη θεωρία του κινηματογράφου, ειδικά στο χώρο του ντοκιμαντέρ, όπου αυτό νοείται σαν ένα κινηματογραφικό είδος.

Το πρώτο από αυτά είναι η ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, “Τη νύχτα που ο Πεσσόα συνάντησε τον Καβάφη”. Εδώ έχουμε πολλές ιστορικές ανακρίβειες. Ο Πεσσόα δε συνάντησε ποτέ τον Καβάφη. Πιθανόν ο λογιστής που πήγε στην Αμερική για να δουλέψει και γύρισε πίσω στην Αρκαδία, για να μείνει μόνιμα, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, δεν ενδιαφέρεται να γίνει συγγραφέας. Όμως αυτός είναι το μόνο υπαρκτό πρόσωπο και το ενδιαφέρον του για τον Πεσσόα και τον Καβάφη είναι επίσης ένας γεγονός: αυτός είναι ο αφηγηματικός πυρήνας του ντοκιμαντέρ. Γύρω από αυτόν δομείται μια αφήγηση, η οποία είναι αυθαίρετη, όσο αυθαίρετη είναι η κάθε μυθοπλασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ταινία μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου και ριζώνει εκεί. Παίρνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλής κινηματογραφικής ταινίας, είναι κινηματογράφος. Συναντά τον κινηματογράφο του Ρους, του Μαρκέρ, του Φλάερτι και του Ίβενς, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από αυτούς που έδωσαν μια νέα πνοή στο ντοκιμαντέρ, το ενέταξαν στον κινηματογράφο, του έδωσαν τη δραματοποίηση, κάνοντας το ένα όμορφο και γλαφυρό είδος αφήγησης. Και η ταινία του Χαραλαμπόπουλου είναι σαν αυτές: όμορφη, γοητευτική, άριστα δομημένη στην κινηματογραφική αφήγησή της. Της ευχόμαστε ένα καλό ταξίδι στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Το δεύτερο ντοκιμαντέρ υπηρετεί ένα πολύ δύσκολο είδος στον κινηματογράφο. Μιλάμε για το cinema verite ή kino ravda, όπως συνηθίζεται να λέγεται, όπως το έχουμε δει στις περισσότερες ταινίες του Τζίγκα Βερτόφ, ειδικά στον “Άνθρωπο με τη μηχανή”. Η προέκταση αυτού του κινηματογράφου είναι το direct cinema, όπως έχει ξεκινήσει με το Λικόκ. Εδώ ο Γεράσιμος Ρήγας, στην ταινία “Πάρβας, άγονη γραμμή”, κάνει καλύτερο κινηματογράφο από το Φρέντερικ Γουάιζμαν, πλησιάζοντας του αδελφούς Μέιζλες, οι οποίοι έκαναν  direct cinema, κινηματογραφώντας τις συναυλίες γνωστών μουσικών συγκροτημάτων. Εδώ έχουμε τον Πάρβα. Είναι καφετζής και ζει στην Αμοργό. Η κάμερα παρακολουθεί τη ζωή του, όπως και αυτή των φίλων του. Ο σκηνοθέτης δεν επεμβαίνει κάνοντας ερωτήσεις (τουλάχιστον αυτό φάνηκε στην ταινία, δεν ξέρουμε τι έγινε σε επίπεδο προετοιμασίας παραγωγής). Όλοι συζητούν μεταξύ τους και ξεδιπλώνουν σε εμάς την πραγματικότητα. Οι μεσότιτλοι μας φέρνουν στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, απαιτώντας από εμάς τη σιωπή μας και το σεβασμό μας στο υποκείμενο της έρευνας του σκηνοθέτη. Ο Πάρβας πεθαίνει και από τότε ξεκινά μια άλλη αφήγηση, πάντα στο ίδιο στιλ, που, αυτή τη φορά, μας βάζει μέσα στην περιγραφή της αμοργιανής καθαρά κοινωνίας. Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός κατοίκου της Αμοργού, αλλά με την ίδια την Αμοργό. Η συγκίνηση έρχεται κατά κύματα, ο σκηνοθέτης δεν την εκβιάζει, είναι το αποτέλεσμα μιας πολύ καλής αφήγησης.

Γιάννης Φραγκούλης


No comments:

Post a Comment